- ἰονθάδος
- ἰονθάςshaggyfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιονθάς — ἰονθάς, άδος, ἡ (Α) [ίονθος] (για την άγρια κατσίκα) μαλλιαρή, δασύτριχη («ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek